-
1 крестьянство
-
2 крестьянинство
крестьянин||ствос собир. ἡ ἀγροτιἀ, οἱ χωρικοί:колхозное \крестьянинствоство ἡ κολχό-ζνικη ἀγροτιά· трудовое \крестьянинствоство οἱ ἐργαζόμενοι ἀγρότες. -
3 крестьянство
-а ουδ.1. η αγροτιά, οι αγρότες οι χωρικοί•колхозное крестьянство η κολχόζνι-κη αγροτιά.
2. (διαλκ.) η αγροτική δουλειά, αγροτοκαλλιέργεια. -
4 крестьянство
[κριστ'γιάνστβα] ουσ. ο. αγροτιά -
5 крестьянство
[κριστ'γιάνστβα] ουσ ο αγροτιά -
6 колхозный
επ.του κολχόζ, κολχόζνικος•-ые поля χωράφια του κολχόζ•
-ое крестьянство η κολχόζνικη αγροτιά.
-
7 трудовой
επ.εργατικός, της δουλειάς•кодекс εργατικός κώδικας•
-ая дисциплина εργατική πειθαρχία•
трудовой день βλ. трудодень•
-ые деньги τα χρήματα της δουλειάς•
трудовой стаж τα χρόνια εργασίας ή υπηρεσίας•
-ое законодательство εργατική νομοθεσία•
-ое воспитание εργατική διαπαιδαγώγηση•
-ая колония εργατική-αναμορφωτική αποικία (είδος ποινής ανήλικων εγκληματιών).
|| ο εργαζόμενος•-ое крестьянство η εργαζόμενη αγροτιά•
трудовой народ ο εργαζόμενος λαός.
εκφρ.- ая книжка – εργατικό βιβλιάριο•- ые резервы – εργατικές εφεδρείες•- ое соглашение – εργατική συμφωνία ή σύμβαση. -
8 упрочить
-чу, -чишьρ.σ.μ.(γραπ. λόγος). || σταθεροποιώ, στερεώνω, στεργιώνω, εδραιώνω• παγιώνω•упрочить мир упрочить εδραιώνω την ειρήνη•
упрочить власть εδραιώνω την εξουσία•
упрочить союз рабочего класса с крестьяанством στεργιώνω τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά (ή και αγροτιάς)•
упрочить своё положение σταθεροποιώ την κατάσταση μου (ήτη θέση μου).
σταθεροποιούμαι, στερεώνομαι, εδραιώνομαι• εμπεδώνομαι-παγιώνομαι•положение страны -лось η κατάσταση της χώρας σταθεροπο ιήθηκε.
См. также в других словарях:
αγροτιά — η η τάξη των αγροτών: Ως το β παγκόσμιο πόλεμο η αγροτιά στην Ελλάδα ήταν πολυαριθμότερη από την εργατιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροτιά — η [αγρότης (Ι)] το σύνολο τών αγροτών, ο αγροτικός πληθυσμός … Dictionary of Greek
λαϊκός — ή, ό (AM λαϊκός, ή, όν) [λαός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή προέρχεται από τον λαό (α. «λαϊκή μουσική» β. «λαϊκά έθιμα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο μη ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό («εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω») νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… … Dictionary of Greek
αργατιά — η 1. ομάδα εργατών που ασχολείται με κάποιο αγροτικό έργο: Είχε αργατιά για να μαζέψει τις ελιές του. 2. το σύνολο των εργατών, η εργατική τάξη: Στις εκλογικές του περιοδείες προσπαθούσε να κερδίσει την αργατιά και την αγροτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)